σκάζον

σκάζον
σκάζω
limp
pres part act masc voc sg
σκάζω
limp
pres part act neut nom/voc/acc sg
σκάζω
limp
imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
σκάζω
limp
imperf ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκάζω — (I) ΜΑ (κυρίως στον ενεστ. και παρατ.) χωλαίνω, κουτσαίνω («σκάζων μηρός», Πλούτ.) αρχ. 1. (η μτχ. ουδ. εν. και πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ σκάζον και τὰ σκάζοντα κάθε μορφή ατέλειας, ανωμαλίας ή βλάβης (α. «μὴ εὑρεθῆ τὸ δημόσιον σκάζον», πάπ …   Dictionary of Greek

  • ανάνιος — (6ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ποιητής, σύγχρονος του Ιππώνακτα του Εφέσιου. Τα έργα των δύο ποιητών συγχέονται από τους αρχαίους γραμματικούς και, πολλές φορές, o ίδιος στίχος αποδίδεται πότε στον έναν και πότε στον άλλο. Και οι δύο ήταν ιαμβογράφοι… …   Dictionary of Greek

  • ιππωνάκτειος — α, ο 1. αυτός που αναφέρεται στον Ίωνα ποιητή τού 6ου π.Χ. αιώνα Ιππώνακτα 2. φρ. «ἱππωνάκτειο μέτρο» η μετρική παραλλαγή τού τροχαϊκού τετραμέτρου την οποία επινόησε ο ποιητής Ιππώναξ σε σκωπτικά ποιήματά του, τοποθετώντας σπονδείο αντί για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”